Γιατί τραυματιζόμαστε & πως μπορούμε να προλάβουμε έναν τραυματισμό;
Αυτή είναι μία απορία πάρα πολλών ανθρώπων που έχουν παρουσιάσει κάποιο τραυματισμό, και ειδικά εκείνων που δεν μπορούν να εντοπίσουν έναν συγκεκριμένο λόγο ή γεγονός που μπορεί να προκάλεσε τον τραυματισμό τους και την εμφάνιση του πόνου τους. Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός παραγόντων που συμβάλλουν σε έναν τραυματισμό, όπως και αρκετές θεωρίες για το γιατί νιώθουμε πόνο. Ο πιο συχνός παράγοντας ο οποίος μπορεί να επιφέρει κάποιον τραυματισμό είναι η επιβάρυνσή, δηλαδή οι πιέσεις και η δυνάμεις που ασκούνται στο σώμα μας. Όταν εκτελούμε οποιαδήποτε δραστηριότητα επιβαρύνουμε τους ιστούς του σώματός μας (οστά, μυς, τένοντες, συνδέσμους, περιτονίες, χόνδρους κλπ.), το πόσο θα επιβαρύνουμε ή το πόσο θα αναγκαζόμαστε καθημερινά να επιβαρύνουμε τους ιστούς του σώματός μας, είναι εξαιρετικά σημαντικό αν θέλουμε να μειώσουμε τον κίνδυνο πόνου ή τραυματισμού. Ναι αλλά πως θα ξέρω ότι επιβαρύνω παραπάνω από ότι πρέπει ή αντέχει το σώμα μου; Ένα σημαντικό κομμάτι για την πρόληψη των τραυματισμών και το οποίο είναι χρήσιμο εάν όχι απαραίτητο για κάθε ασκούμενο, είναι να γνωρίζει αυτό που λέμε το «βέλτιστο φορτίο» του. «Βέλτιστο φορτίο» εννοούμε εκείνο το φορτίο που μπορεί να ασκηθεί σε έναν ιστό ώστε να υπάρξει μία θετική απόκριση του σώματος και να επιτευχθούν οι στόχοι εκπαίδευσης ή απόδοσης χωρίς να προκληθεί κάποιος τραυματισμός. Αυτό το «βέλτιστο φορτίο» βέβαια διαφέρει από άτομο σε άτομο, διότι εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως: Επομένως, χρησιμοποιώντας την έννοια του «βέλτιστου φορτίου» καταλαβαίνουμε ότι όταν ξεπερνάμε το φορτίο αυτό και επιβαρύνουμε περισσότερο από ότι πρέπει έναν ιστό, τον υπερφορτώνουμε, ενώ όταν ασκούμαι μία πολύ μικρή επιβάρυνση τον υποφορτώνουμε. Αυτό που γνωρίζουμε οι περισσότεροι και φαίνεται και πιο κατανοητό, είναι ότι μία απότομη αύξηση του φορτίου στους ιστούς μετά από μία παρατεταμένη υπεφόρτωση επιβαρύνει τόσο τους ιστούς, οι οποίοι δεν είναι πλέον σε θέση να ανταποκριθούν επαρκώς σε αυτές τις δυνάμεις και μπορεί να προκληθεί βλάβη και τραυματισμός τους. Αυτό όμως που δεν γνωρίζουμε είναι ότι ένας τραυματισμός μπορεί να προκληθεί και από την «υποφόρτωση» ενός μέρους του σώματος και μάλιστα να είναι το ίδιο επιζήμιος. Πως συμβαίνει αυτό; Το σώμα μας από τη φύση του, πρέπει να υποβάλλεται σε επιβαρύνσεις και δυνάμεις οι οποίες τονώνουν τους ιστούς προκειμένου να προσαρμοστούν, να αντισταθμιστούν και να αντισταθούν σε παρόμοιες δυνάμεις μελλοντικά. Αν δεν λάβουν αυτή τη διέγερση, οι ιστοί χάνουν σιγά σιγά τις ιδιότητες της αντίστασης, της δύναμης και της δομική τους ακεραιότητας, μειώνοντας παροδικά την αντοχή τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τα οστά, και με τους τένοντες. Τα οστά σε έναν υγιή άνθρωπο σύμφωνα με το νόμο του Wolf, προσαρμόζονται στα φορτία τα οποία φέρουν. Εάν η φόρτιση σε ένα συγκεκριμένο οστό αυξηθεί, τότε το οστό αυτό θα αναδιοργανωθεί (remodelling) και με την πάροδο του χρόνου θα γίνει πιο ισχυρό για να αντισταθεί στη φόρτιση αυτή μελλοντικά. Αν δεν υπάρχει όμως η κατάλληλη επιβάρυνση τότε θα μειωθεί η αντοχή τους και θα επιφέρουν κάποιο τραυματισμό. Οι τένοντες επίσης ευδοκιμούν στο βέλτιστο φορτίο, ενώ γίνονται προβληματικοί όταν υπάρχει υποφόρτιση. Η κύρια εργασία των τενόντων είναι να μεταφέρουν τις δυνάμεις που δημιουργούν οι μύες στα οστά ώστε να δημιουργηθεί κίνηση σε μια άρθρωση. Ενώ διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην αποθήκευση ενέργειας κατά τη διάρκεια των «κινήσεων» (plyometrics), διότι λειτουργούν σαν ελαστικές ζώνες ώστε να παράγουμε περισσότερη δύναμη. Όταν όμως ένας τένοντας υποφορτίζεται και δεν διεγείρεται επαρκώς, η ικανότητα του να αντιστέκεται σε αυτές τις εφελκυστικές δυνάμεις μειώνεται και συνεπώς οδηγούμαστε και σε αυτή την περίπτωση σε τραυματισμό. Τι μπορούμε να κάνουμε όμως για να προλάβουμε έναν τραυματισμό; Η απάντηση είναι να μάθουμε να ακούμε το σώμα μας. Όπως ανέφερα παραπάνω, το να γνωρίζει ο κάθε ασκούμενος πιο είναι το «βέλτιστο φορτίο» του σώματός του, είναι ένα σημαντικό κομμάτι στην πρόληψη ενός τραυματισμού. Για αυτό το λόγω στο functional movement, προσπαθούμε να εξηγήσουμε στους ασκούμενούς μας, ότι η εκτέλεση ενός προγράμματος άσκησης δεν θα πρέπει να αποτελεί μία απλή διεκπεραίωση και τέλος, αλλά θα πρέπει να είναι μια εμπειρία η οποία θα μας βοηθήσει να μάθουμε το σώμα μας και πως αυτό ανταποκρίνεται σε κάθε είδους πίεση και επιβάρυνση. Αυτό το πετυχαίνουμε εφαρμόζοντας κατά τη διάρκεια των συνεδριών μας κιναισθητικές τεχνικές, τεχνικές δηλαδή που βοηθάνε τον ασκούμενο όχι μόνο να καταλάβει αλλά και να αισθανθεί την κίνηση, την επιβάρυνση και πιο μέρος του σώματος πρέπει να χρησιμοποιήσει κατά την εκτέλεση της συγκεκριμένης δραστηριότητας, ώστε να έχει κινητικό έλεγχο, σταθερότητα και συναρμογή στοιχεία τα οποία θα τον βοηθήσουν να καταλάβει αν έχει ξεπεράσει το «βέλτιστο φορτίο» ή όχι. Άρα λοιπόν, όταν ξεκινάμε μία νέα δραστηριότητα ή ένα καινούργιο πρόγραμμα άσκησης, θα πρέπει να αυξάνουμε σταδιακά την ένταση και την επιβάρυνση, δίνοντας χρόνο στο σώμα μας για προσαρμοστεί. Επίσης είναι σημαντικό να σεβόμαστε το σώμα μας και να του δίνουμε χρόνο ξεκούρασης ανάμεσα από τις προπονήσεις για να ανακάμψει και μυϊκά, αλλά και να προσαρμοστούν οι ιστοί. Το να μάθουμε ποια είναι η «βέλτιστη φόρτωση» στο σώμα μας, δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση γιατί πολύ εύκολα μπορούμε να οδηγηθούμε στην «υποφόρτιση», η οποία και αυτή μπορεί να οδηγήσει όπως εξηγήσαμε παραπάνω στην εμφάνιση τραυματισμών. Στο functional movement, μέσω των θεραπευτικών πρωτοκόλλων που εφαρμόζουμε παρέχουμε στους ασκούμενούς μας, καθοδήγηση για την επίτευξη του βέλτιστου φορτίου, του κινητικού ελέγχου, της βελτίωσης της ισορροπίας, της βελτίωσης της ευελιξίας / κινητικότητας καθώς και της βιο-μηχανική τους αξιολόγησης στοιχεία πολύ σημαντικά όχι μόνο για μία σωστή αποκατάσταση, αλλά κυρίως για την πρόληψη και την αποφυγή μελλοντικών τραυματισμών. Παγούνης Νικόλαος Β.Sc Sport Science & Physical Education M.Sc Kinisiology & Physical therapy Πιστοποιημένος Αξιολογητής της Κίνησης & της Αναπνοής του Ανθρώπινου σώματος