Στη θεραπευτική άσκηση δεν υπάρχουν σετ & επαναλήψεις, αλλά η ικανότητα του θεραπευτή να προσαρμόζει το πρόγραμμα σε κάθε ασθενή
Οι έρευνες οι οποίες αποδεικνύουν ότι η άσκηση είναι μία μορφή θεραπείας για την αντιμετώπιση σχεδόν όλων των μορφών χρόνιου πόνου, όλο και αυξάνονται. Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις, ο χρόνιος πόνος επηρεάζει 1,5 δισεκατομμύριο ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, με τους αριθμούς αυτούς να αυξάνονται σταθερά. Μάλιστα ο χρόνιος πόνος θεωρείται πλέον ως ένα διαδεδομένο ιατρικό πρόβλημα, επηρεάζοντας τους ενήλικες περισσότερο ακόμα και από παθήσεις όπως το διαβήτη, τον καρκίνο και τις καρδιακές παθήσεις. Τα τελευταία χρόνια η άσκηση προτείνεται ως μία μορφή θεραπείας ενάντια σχεδόν σε όλους τους τύπους των χρόνιων καταστάσεων πόνου. Η τακτική σωματική δραστηριότητα και η άσκηση μπορεί να βελτιώσει πολλές πτυχές της γενικής υγείας ενός ατόμου, όπως την καρδιοαναπνευστική λειτουργία, την ψυχική υγεία, αλλά και τον χρόνιο πόνο. Όταν λέμε σωματική άσκηση όμως, εννοούμε δραστηριότητες οι οποίες κινητοποιούν το ανθρώπινο σώμα συμπεριλαμβάνοντας ακόμα και διάφορες δραστηριότητες της καθημερινής μας ζωής οι οποίες απαιτούν μυοσκελετική δραστηριότητα και ενεργειακή δαπάνη. Η άσκηση έχει βρεθεί ότι είναι αποτελεσματική στην ανακούφιση του πόνου και ότι μέσω αυτής έχουν επωφεληθεί πάρα πολύ ασθενείς με χρόνιες διαταραχές και μυοσκελετικό πόνο, όπως χρόνιο πόνο στον αυχένα, οστεοαρθρίτιδα, ινομυαλγία, πόνο στη μέση κ.α. Παρόλο που τα συνολικά στοιχεία δείχνουν ότι η άσκηση είναι ωφέλιμη και αποτελεσματική στον χρόνιο πόνο, υπάρχει μια αβεβαιότητα όσον αφορά τη δοσολογία της άσκησης, δηλαδή των αριθμό των επαναλήψεων και των σετ τον οποίο θα πρέπει να εκτελεί ένας ασκούμενος με χρόνιο πόνο. Αυτό συμβαίνει διότι η θεραπευτική άσκηση στοχεύει στο να διορθώσει μια βλάβη, να βελτιώσει τη μυοσκελετική λειτουργία ή να διατηρήσει μια κατάσταση ευεξίας, σε αντίθεση με την γενικευμένη άσκηση η οποία περιορίζεται σε συγκεκριμένους μυς ή μέρη του σώματος, και σε γενικές και έντονες δραστηριότητες που στοχεύουν στη βελτίωση της απόδοσης και της φυσικής κατάστασης. Η δοσολογία ενός γενικού προγράμματος άσκησης, στηρίζεται συνήθως στις βασικές κατευθυντήριες γραμμές, ανάλογα με το στόχο τον οποίο θέλουμε να επιτύχουμε: Αυτές όμως οι κατευθυντήριες οδηγίες δεν σχετίζονται με την αντιμετώπιση του πόνου, αλλά με το φυσικό & μυϊκό αποτέλεσμα. Επειδή όμως ένα πρόγραμμα θεραπευτικής άσκησης δεν στοχεύει στα παραπάνω αποτελέσματα, αλλά στο να βοηθήσει έναν ασκούμενο ο οποίος είναι τραυματισμένος ή ταλαιπωρείται από χρόνιους πόνους, στο να γίνει λειτουργικός και να απαλλαγεί από τους πόνους, δεν μπορεί να στηριχτεί στις παραπάνω κατευθυντήριες οδηγίες. Όταν ένας επαγγελματίας της υγείας και της άσκησης, χρειάζεται να σχεδιάσει ένα πρόγραμμα θεραπευτικής άσκησης, θα πρέπει να διεξάγει μία εμπεριστατωμένη αξιολόγηση των φυσικών ικανοτήτων του ασκούμενου τόσο μέσω ενός ιατρικού ιστορικού όσο και μέσω της φυσικής αξιολόγησης του. Επίσης είναι πολύ σημαντικό, ώστε αυτός να έχει τις κατάλληλες γνώσεις και εκπαίδευση, ώστε να διαμορφώσει ένα σχέδιο θεραπείας το οποίο να περιέχει εξειδικευμένες και εξατομικευμένες ασκήσεις, και οι οποίες να είναι κατάλληλες με τις ικανότητες και τις ανάγκες του κάθε ατόμου. Όσον αφορά τη δοσολογία της θεραπευτικής άσκησης, δεν μπορεί να είναι η ίδια σε όλους τους ασκούμενους αλλά και ούτε να είναι τυποποιημένη όσον αφορά των αριθμό των επαναλήψεων και των σετ, ακόμα και αν αυτή αφορά τις ίδιες περιοχές του πόνου. Η δοσολογία ενός προγράμματος θεραπευτικής άσκησης, θα πρέπει να σχετίζεται με την ένταση του πόνου, την αντοχή του ασκούμενου στον πόνο, τη σωματική του κατάσταση, τη στάση του σώματός του, το αν αυτός φοβάται κ.α. Επίσης, ένα πρόγραμμα θεραπευτικής άσκησης και η δοσολογία αυτής, θα πρέπει να προσαρμόζεται και να τροποποιείται συνεχώς, καθώς ο ασκούμενος το εκτελεί. Με αυτόν τον τρόπο ο επαγγελματία της υγείας και της άσκησης, μπορεί να πετύχει την πιο αποτελεσματική δοσολογία ενός θεραπευτικού προγράμματος, η οποία θα εξασφαλίσει την αποτελεσματικότητα του προγράμματος, αλλά κυρίως την ασφάλεια του ασκούμενου. Για να συμβούν όμως όλα αυτά, ένα πρόγραμμα θεραπευτικής άσκησης θα πρέπει να εκτελείται υπό τη συνεχή επιτήρηση ενός επαγγελματία της υγείας και της άσκησης, αλλά και αυτός να έχει τις κατάλληλες γνώσεις και ικανότητες ώστε να μπορεί να προσαρμόσει το θεραπευτικό πρόγραμμα άσκησης στις ικανότητες και τις ανάγκες του κάθε ασθενή. Σύμφωνα με τα παραπάνω, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η γενικευμένη άσκηση διαφέρει από τη θεραπευτική άσκηση η οποία αποσκοπεί στη διόρθωση συγκεκριμένων προβλημάτων και πόνων και έχει ως στόχο: Και για να πετύχουμε όλα αυτά τα αποτελέσματα, θα πρέπει το κάθε πρόγραμμα άσκησης να είναι εξειδικευμένο και εξατομικευμένο και ανάλογα με τις ικανότητες και την πάθηση του ασκούμενου. Επίσης δεν θα πρέπει να μας ενδιαφέρει ο αριθμός των επαναλήψεων και των σετ, αλλά η σωστή εκτέλεση, ο κινητικός έλεγχος και η κιναίσθηση, διότι με αυτόν τον τρόπο θα καταφέρουμε να βελτιώσουμε την κινητική λειτουργία του ασθενή, και να τον απαλλάξουμε από τους πόνους, χωρίς φαρμακευτική αγωγή και μόνο με το κατάλληλο για αυτόν θεραπευτικό πρόγραμμα. Στο functional movement, πιστεύουμε ότι στη θεραπευτική άσκηση, δεν υπάρχουν συγκεκριμένα σετ και επαναλήψεις, αλλά η ικανότητα του θεραπευτή να προσαρμόζει το πρόγραμμα σε κάθε ασθενή και στηριζόμενη φιλοσοφία καταφέρνουμε να απαλλάξουμε τους ασκούμενούς μας από χρόνιους πόνους και παθήσεις. Παγούνης Νικόλαος Β.Sc Sport Science & Physical Education M.Sc Kinisiology & Physical therapy International Certificate in Osteopathic and Chiropractic Manipulation Certified Medical Exercise Specialist